γηοχεω

γηοχεω
    γηοχέω
    γη-οχέω
    владеть землей, быть землевладельцем Her.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γηοχεω" в других словарях:

  • γηοχέω — γηοχέω, (Α) κατέχω γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γη + οχέω < οχος < έχω] …   Dictionary of Greek

  • γηοχέοντι — γηοχέω hold land pres part act masc/neut dat sg (epic doric ionic aeolic) γηοχέω hold land pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαιήοχος — (I) γαιήοχος, ο, η (Α) 1. εκείνος που σείει τη γη 2. (για τον ωκεανό) αυτός που περιβάλλει τη γη 3. αυτός που προστατεύει τη χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Με τη σημ. «αυτός που προστατεύει τη γη» ως β συνθετικό της λ. θεωρήθηκε ο οχος < έχω… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»